ατροποποίητος

ατροποποίητος
-η, -ο
1. αυτός που δεν τροποποιήθηκε, ο αμετάβλητος
2. αυτός που δεν επιδέχεται τροποποίηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + τροποποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ατροποποίητος — η, ο επίρρ. α αμετάβλητος: Το σχέδιο του κτιρίου εκτελέστηκε ατροποποίητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμεταρρύθμιστος — η, ο [μεταρρυθμίζω] αυτός που δεν μεταρρυθμίστηκε ή δεν είναι δυνατό να μεταρρυθμιστεί, ατροποποίητος …   Dictionary of Greek

  • ατροπολόγητος — η, ο (ειδικά για κανονισμούς, νομοσχέδια κ.λπ.) αυτός στον οποίο δεν έγινε τροπολογία, ο ατροποποίητος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”